άφταστος

άφταστος
η , ο
1) недосягаемый, недостижимый; 2) непревзойдённый;

είμαι άφταστ στο τρέξιμο — быть непревзойдённым в беге;

άφταστος ποιητής — непревзойдённый поэт;

3) не прибывший (куда-л.); недоставленный, недошедший (о письме, известии);

είναι άφταστοι ακόμη — они ещё не прибыли;

4) несобранный (о плодах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "άφταστος" в других словарях:

  • άφταστος — η, ο βλ. άφθαστος …   Dictionary of Greek

  • άφταστος — η, ο βλ. άφθαστος, η, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άφθαστος — άφθαστος, η, ο και άφταστος, η, ο επίρρ. α 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φτάσει: Στο τρέξιμο ήταν άφταστος. 2. αυτός που δεν έφτασε, δεν ήρθε: Νύχτωνε και στο χωριό ήμασταν άφταστοι. 3. απαράμιλλος, ασυναγώνιστος: Η Αθήνα ανέπτυξε την …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άφθαστος — και άφταστος, η, ο 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να φθάσει ή να προλάβει κανείς λόγω της ταχύτητάς του 2. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φθάσει λόγω του ύψους («άστρο άφταστο») 3. (για καρπούς που μαζεύονται με τα χέρια) ο αμάζευτος 4.… …   Dictionary of Greek

  • Βέστρις — (Vestris). Επώνυμο φλωρεντινής οικογένειας χορευτών, που τον 18o αι. εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. O διασημότερος ήταν ο Γκαετάν Απολίν Μπαλντασάρε (Φλωρεντία 1729 – Παρίσι 1808), διάσημος χορευτής. Μπήκε στην Όπερα του Παρισιού το 1748, με τη… …   Dictionary of Greek

  • αμίμητος — η, ο επίρρ. α αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να μιμηθεί, άφταστος, αξεπέραστος: Στα ανέκδοτα και τα καλαμπούρια ήταν αμίμητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέφικτος — η, ο άφταστος, ακατόρθωτος: Αυτό που κυνηγάς νομίζω πως είναι ανέφικτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αξάμωτος — η, ο (στερητ. α+ξαμώνω=απλώνω το χέρι για να χτυπήσω), άφταστος, απλησίαστος: Τη μέρα εκείνη τα τρυγόνια ήταν αξάμωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάδυση — η 1.καταβύθιση, καταπόντιση: Έγινε η κατάδυση του υποβρυχίου. 2. βουτιά, μακροβούτι: Είναι άφταστος στις καταδύσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιβδηλοποιία — η η τέχνη του κιβδηλοποιού: Είναι άφταστος στην κιβδηλοποιία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»